Διαμεσολάβηση

Αναλαμβάνουμε τη διαδικασία της διαμεσολάβησης με τις γνώσεις μας και τις ειδικές τεχνικές και δεξιότητες και βοηθούμε τα μέρη να αναζητήσουν μια αμοιβαία αποδεκτή και επωφελή για τα ίδια λύση, η οποία αποτυπώνεται σε μια γραπτή συμφωνία. Είμαστε διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές και στην ιστοσελίδα του Υπουργείου δικαιοσύνης θα μας βρείτε με αναζήτηση στο επίσημο μητρώο διαμεσολαβητών: http://www.diamesolavisi.gov.gr/mitrwo-diamesolavitwn

Σύμφωνα με τον ελληνικό νόμο, ως διαμεσολάβηση νοείται «η διαρθρωμένη διαδικασία, ανεξαρτήτως ονομασίας, στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη μιας διαφοράς επιχειρούν εκουσίως να επιλύσουν με συμφωνία τη διαφορά αυτή με τη βοήθεια διαμεσολαβητή».

Ο διαμεσολαβητής διευκολύνει τα μέρη να επιλύσουν τη διαφορά τους. Είναι ένα πρόσωπο με ειδικές σπουδές, γνώσεις και δεξιότητες. Δεν έχει εξουσία να αποφασίσει ο ίδιος ή να υποδείξει στα μέρη πιθανές λύσεις για την επίλυση της διαφοράς. Δύναται, όμως, να διατυπώσει προτάσεις προς επίλυση της διαφοράς.

Η προσφυγή στη διαμεσολάβηση γίνεται α) με πρωτοβουλία των μερών, που αποδεικνύεται εγγράφως, β) με πρόταση του δικαστηρίου ενώπιων του οποίου εκκρεμεί η υπόθεση σε κάθε στάση της δίκης, η οποία αν γίνει αποδεκτή από τα μέρη οδηγεί σε υποχρεωτική αναβολή της συζήτησης σε δικάσιμο μετά την πάροδο 3μήμου, γ) με διαταγή από δικαστήριο άλλου κράτους- μέλους και δ) εκ του νόμου.

Ο νόμος ν.4640/2019 για τη διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις περιέχει διατάξεις που ρυθμίζουν τον τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας της διαμεσολάβησης και της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας (άρθρα 5,6 και 7). Η ύπαρξη των διατάξεων αυτών, ωστόσο, δεν αναιρεί τον ελαστικό και ευέλικτο χαρακτήρα της εκούσιας διαμεσολάβησης, καθώς η διαδικασία της  καθορίζεται από τον διαμεσολαβητή σε συνεννόηση με τα μέρη, ανάλογα με την φύση της υπόθεσης. Ο σκοπός της διαδικασίας, πάντως, εκπληρώνεται με τον καλύτερο τρόπο, όταν λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες περιστάσεις της κάθε υπόθεσης και εξυπηρετούνται τα αληθινά συμφέροντα των συγκεκριμένων μερών που λαμβάνουν μέρος στη διαδικασία.

Η διαδικασία της διαμεσολάβησης διακρίνεται για τον εκούσιο χαρακτήρα της και συνήθως ξεκινά με μια κοινή συνάντηση του διαμεσολαβητή με τα μέρη, τα οποία, αφού ενημερωθούν αναλυτικά από τον διαμεσολαβητή για την όλη διαδικασία, παρουσιάζουν τις απόψεις τους για την μεταξύ τους διαφορά. Στη συνέχεια, ακολουθούν είτε κοινές είτε κατ’ ιδίαν συναντήσεις μεταξύ του διαμεσολαβητή και του κάθε μέρους, προκειμένου αυτός να βοηθήσει τα μέρη να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, μεταφέροντας από τη μία στην άλλη πλευρά προτάσεις και αντιπροτάσεις, πάντα, όμως, με την συναίνεσή τους. Στο τέλος της διαδικασίας ο διαμεσολαβητής συντάσσει πρακτικό επίτευξης ή μη επίτευξης συμφωνίας (άρθρο 8 του νόμου 4640/2019), ανάλογα με το αν θα καταλήξουν ή όχι τα μέρη σε επίλυση της διαφοράς τους. Καθοριστικό ρόλο στη διαδικασία της διαμεσολάβησης έχουν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των μερών που καλούνται στη διαμεσολάβηση νομικοί παραστάτες. Αυτοί παρίστανται υποχρεωτικά με τους εντολείς τους και παρέχουν σ’ αυτούς νομικές συμβουλές, τους συνδράμουν σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας και συντάσσουν την τελική συμφωνία, στην οποία θα καταλήξουν τα μέρη. Το πρακτικό επίτευξης συμφωνίας περιλαμβάνει, εκτός των άλλων στοιχείων, τη συμφωνία επίλυσης και υπογράφεται από όλους τους συμμετέχοντες στη διαδικασία, μπορεί δε να κατατεθεί στη γραμματεία του αρμόδιου Πρωτοδικείου, αν κάποιο από τα μέρη το ζητήσει, ώστε να αποτελεί και εκτελεστό τίτλο.

Επικοινωνία

Στείλτε μας την ερώτησή σας